ταινιόμορφος

ταινιόμορφος
-η, -ο, Ν
ταινιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • λιάνη ή λιάνα — Κοινή ονομασία φυτών που υπάγονται σε διάφορες οικογένειες, όπως των βιγνονιιδών, των σαπινδιδών, των αμπελιδών και των λεγκουμινωδών. Οι λ. είναι φυτά με πολυετή, ξυλώδη και κισσοειδή βλαστό, που δεν μπορούν να στηριχτούν μόνα τους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”